Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηχάνημα το [mixánima] Ο49 : κάθε μηχανή που διαθέτει τα κατάλληλα εξαρτήματα, ώστε να κάνει ορισμένη εργασία: Γεωργικό / ανυψωτικό ~. H επιχείρηση εφοδιάζεται με σύγχρονα μηχανήματα.
μηχανηματάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. μηχάνημα `μηχανικό εφεύρημα΄]