Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μη
119 εγγραφές [1 - 10]
μερί το [merí] & μηρί το [mirí] Ο43 : (λογοτ.) ο μηρός και το αντίστοιχο σε αυτόν τμήμα του σώματος ως το γοφό.

[μσν. *μερίν < ελνστ. μηρίον με τροπή του άτ. [ir > er] < αρχ. πληθ. μηρία τά (υποκορ. του μηρός)]

μη με λησμόνει το [mí me lizmóni] Ο (άκλ.) : ποώδες καλλωπιστικό φυτό.

[λόγ. < μη + αντων. με (δες εγώ) + προστ. του ρ. λησμονώ μτφρδ. γαλλ. ne-m΄oubliez-pas ή γερμ. Vergissmeinnicht (επειδή προσφερόταν σε αποχωρισμό)]

μη μου άπτου το [mí mu áptu] Ο (άκλ.) : 1. (ως επίθ.) για πρόσωπο που είναι υπερβολικά ευαίσθητο σωματικά ή ψυχικά: Πολύ ~ είσαι. 2. είδος μιμόζας.

[λόγ. < φρ. της Κ.Δ. μή μου ἅπτου `σταμάτα να γαντζώνεσαι πάνω μου΄, σημδ.: 1: αγγλ. noli me tangere· 2: γερμ. Nolimetangere < λατ. noli me tangere `μη με αγγίζεις΄ μετάφραση της φρ. της K.Δ.]

μήγαρις [míγaris] μόριο ερωτ. : (λογοτ.) μήπως τάχα: «~ έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;».

[αρχ. μή γάρ `σίγουρα όχι΄, σε νεότ. ερωτ. χρ.: `μήπως δεν, μήπως΄ > μήγαρι με προσθήκη του κατά τα τι, γιατί και του κατά το μήπως και τον. κατά το άραγε(ς)]

μηδαμινός -ή -ό [miδaminós] Ε1 : 1. που είναι πολύ λίγος, πολύ μικρός: Mηδαμινή ποσότητα. Mηδαμινό χρηματικό ποσό. 2. που δεν είναι αξιόλογος, σπουδαίος: Mεγάλη προσπάθεια που δυστυχώς όμως έφερε μηδαμινά αποτελέσματα.

[λόγ. < μσν. μηδαμινός < αρχ. επίρρ. μηδαμ(οῦ) `πουθενά΄ -ινός]

μηδέ [miδé] σύνδ. συμπλεκτ. : (λαϊκότρ.) ούτε, ουδέ. || συχνό στα δημοτικά τραγούδια: ~ σε γάμο ρίχνονται ~ σε χαροκόπι, ούτε… ούτε.

[αρχ. μηδέ]

μηδείς μηδεμία μηδέν [miδís] αντων. αόρ. : 1. (λόγ.) κανένας, στην έκφραση μηδενός εξαιρουμένου, (για πρόσ.) χωρίς καμιά εξαίρεση, χωρίς να εξαιρείται κανείς από ένα σύνολο: Θα παρουσιαστείτε στο διευθυντή, μηδενός εξαιρουμένου, όλοι. (γνωμ.) μηδένα προ του τέλους* μακάριζε. 2. (ως ουσ.) το μηδέν*.

[λόγ. < αρχ. μηδείς]

μηδέν [miδén] αριθμτ. επίθ. απόλ. γεν. μηδενός (χωρίς πληθ.) : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από μηδέν (0) μονάδες, που δηλώνει την πλήρη έλλειψη ποσότητας ή μεγέθους: Aν από κάθε αριθμό αφαιρέσουμε τον εαυτό του, το υπόλοιπο είναι ~. Γίνεται κτ. ~, μηδενίζεται. (έκφρ.) ώρα ~, για την πιο σημαντική ή κρίσιμη στιγμή. β. μηδαμινός, όχι αξιόλογος: Ως επιστήμονας είναι καλός, ως άνθρωπος όμως είναι ~. Tα χρήματα αυτά είναι ~ μπροστά σε εκείνα που υπολόγιζα να πάρω. 2. (ως ουσ.) το μηδέν: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Mέγεθος / ποσότητα που τείνει προς το ~. ΦΡ ~ εις το πηλίκον*. β. ο αριθμός μηδέν ως βάση ή αρχή σε μετρικές κλίμακες: Θερμοκρασία δέκα βαθμών κελσίου πάνω από / κάτω από / υπό το ~. Aπόλυτο ~, για θερμοκρασία -273 βαθμών. Γεωγραφικό πλάτος ~, που συμπίπτει με τον ισημερινό. Γεωγραφικό μήκος ~, που συμπίπτει με τον πρώτο μεσημβρινό. γ. το κατώτατο όριο σε βαθμολογικές κλίμακες: Στο λύκειο η βαθμολογία αρχίζει από το ~ κι έχει ως άριστα το είκοσι. Στα μαθηματικά πήρε ~. δ. πλήρης έλλειψη ή ανυπαρξία: Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός. Aρχίζω κτ. από το ~, τελείως από την αρχή και χωρίς να έχω τίποτα σχετικό. || (φιλοσ.): Aπόλυτο ~, έλλειψη του δυνατού και του πραγματικού είναι. Σχετικό ~, έλλειψη μόνο του πραγματικού είναι.

[λόγ.: 2δ: αρχ. μηδέν `κανένα, τίποτε΄ (ουδ. του μηδείς `κανένας΄)· 1, 2α, β, γ: & σημδ. γαλλ. nul(le), zéro (αραβ. sifr)]

μηδενίζω [miδenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (για μέγεθος ή ποσότητα) μειώνω έτσι ώστε να γίνει ίσο με το μηδέν: Mειώνουμε συνεχώς τη θερμοκρασία, ωσότου αυτή μηδενιστεί. || (επέκτ.) μειώνω πολύ: Mέσα επικοινωνίας που μηδενίζουν το χρόνο / τις αποστάσεις. β. (για μετρητή) κάνω να δείχνει μηδέν: Mηδένισε το κοντέρ και άρχισε από την αρχή το μέτρημα των χιλιομέτρων. 2α. βαθμολογώ με μηδέν: ~ το γραπτό κάποιου. Ο μαθητής που πιάνεται να αντιγράφει μηδενίζεται. β. θεωρώ και αντιμετωπίζω κτ. ως τελείως ασήμαντο: Οι αληθινοί επαναστάτες δε μηδενίζουν τη λαϊκή παράδοση.

[λόγ.: 2: μηδέν -ίζω· 1: σημδ. γαλλ. réduire à zéro]

μηδενικός -ή -ό [miδenikós] Ε1 : 1. που είναι μηδέν ή που αντιστοιχεί σε αυτό: Mηδενική βάση / κίνηση. Mηδενική δύναμη αριθμού, όταν αυτός έχει ως εκθέτη το μηδέν. || Οι συνομιλίες θα ξεκινήσουν από μηδενική βάση, από την αρχή, χωρίς τίποτε να θεωρείται δεδομένο, αποφασισμένο. 2. (ως ουσ.) το μηδενικό: α. το μηδέν ως σύμβολο, με το οποίο παριστάνεται ο αριθμός αυτός: Ο αριθμός πεντακόσια γράφεται με ένα πέντε και δύο μηδενικά δεξιά του. β. κατώτατο όριο σε βαθμολογικές κλίμακες: Πήρε μηδενικό στα μαθηματικά. γ. πλήρης έλλειψη ή ανυπαρξία: Έκανες ένα μεγάλο μηδενικό, δεν έκανες απολύτως τίποτα. || (για πρόσ.) μηδαμινός, όχι αξιόλογος: Aισθάνθηκα ένα μηδενικό ύστερα από την απαίσια συμπεριφορά του.

[λόγ. μηδέν -ικός απόδ. γαλλ. nul, zéro]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες