Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετεκλογικός
1 εγγραφή
μετεκλογικός -ή -ό [meteklojikós] Ε1 : που γίνεται μετά τις εκλογές: Tα σοσιαλιστικά κόμματα απέκλεισαν το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με τη δεξιά. μετεκλογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μετ(α)- εκλογικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες