Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετατρέπω [metatrépo] -ομαι Ρ αόρ. μετέτρεψα, απαρέμφ. μετατρέψει, παθ. αόρ. μετατράπηκα, απαρέμφ. μετατραπεί : αλλάζω κτ., το κάνω να γίνει διαφορετικό: Οι αλχημιστές πίστευαν ότι μπορούν να μετατρέψουν τα μέταλλα σε χρυσό. Στα βυζαντινά χρόνια ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. H θανατική ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. || ανταλλάσσω ένα νόμισμα με κάποιο άλλο: Mετατρέπει δραχμές σε δολάρια.
[λόγ. < αρχ. μετατρέπω `αναστρέφω΄ & σημδ. γαλλ. convertir]