Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταγγίζω [metangízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (λόγ.) χύνω, διοχετεύω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο. 2. ~ αίμα, χορηγώ ενδοφλεβίως ξένο αίμα στο κυκλοφοριακό σύστημα ζωντανού οργανισμού.
[λόγ. < ελνστ. μεταγγίζω]