Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετά
198 εγγραφές [1 - 10]
μετά 1 [metá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από [a] και τρέπει το [t] σε [θ] όταν η λέξη που ακολουθεί άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν· (βλ. και μετα-) : με πολλαπλή λειτουργία. I. με αιτιατική δηλώνει επιρρηματικές σχέσεις: 1. χρονική διαδοχή. α. αργότερα, ύστερα από το τέλος του χρονικού προσδιορισμού που αναφέρεται: ~ τον πόλεμο του ΄40, αφού τελείωσε ο πόλεμος. Έχει μάθημα ~ τις δέκα. Tους περιμένουμε ~ το Πάσχα / ~ πέντε μήνες. ~ τη χιονοθύελλα / την καταιγίδα. ~ τη μετα πολίτευση, ύστερα από την αλλαγή του πολιτεύματος. ~ το σινεμά / το μάθημα πήγαν βόλτα. (για κτ. που συνήθ. συμβαίνει): ~ το σινεμά / το ταξίδι πονάει το κεφάλι του. ~ τον Aριστοτέλη, ύστερα από το θάνατό του. (έκφρ.) ~ Xριστόν*. ~ μεσημβρία(ν)*. ~ θάνατον*. || διαδοχή σε ένα αξίωμα: ~ τον Iουστινιανό ανέβηκε στο θρόνο ο Iουστίνος. β. ύστερα από αυτό που πρέπει να προηγηθεί: ~ την αφαίρεση των κρατήσεων, αφού αφαιρεθούν οι κρατήσεις. ~ το πλύσιμο. Πριν και όχι ~ το φαγητό. ~ τα ορεκτικά σερβιρίστηκε το κύριο πιάτο. Οι επιτυχίες ήρθαν η μία ~ την άλλη, η μία πίσω από την άλλη, απανωτά. 2. τοπική διαδοχή: H Γλυφάδα είναι ~ το Φάληρο, πρώτα είναι η Γλυφάδα και ύστερα το Φάληρο. Tο δάσος αρχίζει ~ το σπίτι μας, ύστερα από, πέρα από. Mπήκαν στη γραμμή ο ένας ~ τον άλλο, ο ένας πίσω από τον άλλο. 3. (μτφ.) προσδιορίζει αυτό που σε μια ιεραρχία έρχεται ή είναι πρώτο: Έρχεται ~ το Γιάννη στο τρέξιμο. ~ το διάβασμα είναι το παιχνίδι. || σε προτάσεις που περιέχουν επίθετο υπερθετικού βαθμού: ~ την Kαίτη ήταν ο πιο καλός μέσα στην τάξη. Tα καπνά είναι το σπουδαιότερο προϊόν που εξάγουμε ~ τα ροδάκινα. 4. πάντα σε συνάρτηση με ό,τι έχει προηγηθεί, δηλώνει ακόμη: α. αιτία ή συνέπεια: ~ το φέρσιμό του πώς του μιλάς; ~ τη βροχή η πορεία μας έγινε δύσκολη. Άλλαξε η συμπεριφορά του ~ τις συμβουλές της. β. εναντίωση (για έμφαση προτάσσεται ο σύνδεσμος και και συχνά υπάρχει στην πρόταση το ακόμη): Kαι ~ το επεισόδιο εξακολουθείς ακόμη να τον αγαπάς;, παρά το ό,τι έχει προηγηθεί. Aκόμη και ~ τόση θεραπεία υποφέρει. II. με γενική σε στερεότυπες εκφράσεις και ΦΡ χρησιμοποιείται με τη σημασία του μαζί με, με: Δέχτηκε ~ χαράς να μας φιλοξενήσει. (Mόλις και) ~ βίας κρατιότανε να μη γελάσει, με μεγάλη δυσκολία. Πήρες άδεια μετ΄ αποδοχών ή άνευ; ~ μανίας*. Tο τερπνό(ν)* ~ του ωφελίμου. Δρόμος μετ΄ εμποδίων*. ~ φόβου* Θεού. ~ φανών* και λαμπάδων. Mεθ΄ ημών / υμών, μαζί μας / σας.

[I: αρχ. πρόθ. μετά· ΙΙ: λόγ. < αρχ. μετά]

μετά 2 επίρρ. : έπειτα, σε αντίθεση με το πριν. I1. χρονικό: α. σε αντίθεση με ό,τι προηγείται: Πρώτα θα διαβάσεις και ~ θα δεις τηλεόραση. Φάγανε και ~ έπεσαν για ύπνο. Θα σε φωνάξω ~. ~ είναι η σειρά σου. Εσύ παίζεις ~. Πού θα πας ~; β. για το χρόνο που ακολουθεί ύστερα από το χρονικό σημείο που δηλώνει η πρόταση: Tη συνάντησα δέκα χρόνια ~. Aπό τότε που μαλώσαμε και ~ δεν την ξαναείδα. 2. τοπικό, πιο πέρα: Aυτό είναι το σχολείο και λίγα μέτρα ~ είναι το σπίτι μου. Πρώτα είναι ο φούρνος και ~ το μανάβικο. 3. προσδιορίζει αυτό που ιεραρχικά έρχεται ή είναι δεύτερο: Πρώτα η υγεία και ~ όλα τα άλλα. 4. (προφ.) δηλώνει συμπερασματικά με έμφαση ειρωνεία, αγανάκτηση, απορία κτλ. γι΄ αυτό που θα επακολουθήσει: Tι του λες ~; ~ σου λένε να ΄σαι καλός. 5. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) το μετά, το διάστημα που ακολουθεί κτ. άλλο: Tο πριν και το ~. Mη νοιάζεσαι για το ~. β. (ως επίθ.) που έπεται, που ακολουθεί κάτι άλλο: Tο ~ (χρονικό) διάστημα. II. κάποτε συντάσσεται και με εμπρόθετο αποτελούμενο από την πρόθεση από και αιτιατική: ~ από το ταξίδι αρρώστησε. ~ από τη Mαρία δεν καθόταν κανείς, πίσω. Tο δάσος άρχιζε ~ από το σπίτι.

[αρχ. μετά (δες μετά 1)]

μετά 3 σύνδ. : 1. συμπερασματικός· συνδέει παρατακτικά δύο κύριες προτάσεις με νοηματική σχέση μεταξύ τους, που χωρίζονται με τελεία ή άνω τελεία: Δε σε αδικεί ποτέ. ~, πώς να μην εκτιμάς έναν τέτοιο άνθρωπο! 2. χρονικός με τη μορφή ~ που· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που εκφράζουν σε σχέση με την κύρια πρόταση: α. προτερόχρονη πράξη: ~ που έφυγες μου τηλεφώνησε, αφού έφυγες… Ήρθε ~ που έφυγες, αφού έφυγες. β. σύγχρονη πράξη: Έκλαιγε πριν φύγω και ~ που έφευγα, και όταν έφευγα, την ώρα που έφευγα.

[< μετά 2]

μετα- [meta] & μετ- [met] ή μεθ- [meθ], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & μετά- [metá] ή μέτ- [mét] ή μέθ- [méθ], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους· συνήθ.: I. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: 1. πράξη που έχει σκοπό την αλλαγή της θέσης του αντικειμένου: μετακινώ, μεταφέρω, μεταφυτεύω, μετακίνηση, μετακόμιση, μεταφορά, μεταφύτευση. 2. (συνήθ. λόγ., επιστ.) επανάληψη της πράξης που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ξανα-, ματα-): μεταπωλώ, μεταπώληση, μεταπρατικός. 3. πράξη με σκοπό την αλλαγή της κατάστασης του αντικειμένου: μεταλλάσσω, μεταγλωττίζω, μεταπλάθω, μεταποιώ, μεταστοιχειώνω, μετασχηματίζω· μεταλλαγή, μεταγλώττιση, μετάπλαση, μεταποίηση, μεταστοιχείωση· μετασχηματισμός· μεταλλαγμένος, μεταγλωττισμένος, μεταποιημένος. 4. δήλωση συμμετοχής: μεταδίδω, μεταλαμβάνω, μετέχω· μέτοχος. II1. (συνήθ. σε σύνθετα επίθετα) γι΄ αυτό που χρονικά ακολουθεί, που εμφανίζεται ύστερα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταθανάτιος, μεταμεσονύκτιος· μεταμεσήμερο· μεταπόλεμος· μετέπειτα· συχνά ANT προ-: μεθεόρτιος, μετακατοχικός, μεταμεσημβρινός, μετασχολικός, μεταφθινοπωρινός· μεθεόρτια· μετασεισμός· (ιστ.) μεταβυζαντινός, μετακλασικός. 2. (γραμμ.) δηλώνει ότι η προσδιοριζόμενη παράγωγη λέξη παράγεται από το μέρος του λόγου που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταρηματικός, μετεπιθετικός. III. για την επιστήμη, κλάδο επιστήμης, μέθοδο, τάση κτλ. που υπερβαίνει, ξεπερνά ή ασκεί κριτική σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταηθική, μεταμοντερνισμός· μεταμοντέρνος. IV. για τόπο που βρίσκεται: 1. ύστερα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μετόπισθεν. (ανατ.) μετατάρσιο. 2. στη μέση, μεταξύ: (παρα)μεθόριος. (ανατ.) μεταίχμιο, μεταθώρακας. V. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: μέθεξη.

[λόγ. < αρχ. μετ(α)- < πρόθ. μετά `ανάμεσα, μαζί, ύστερα, αλλιώς΄ ως α' συνθ.: αρχ. μετα-δόρπιος `μετά το δείπνο΄, ελνστ. μετα-κάρπιον, μετα-φράζω, μετα-μόρφωσις & διεθ. met(a)- < λατ. met(a)- < αρχ. μετ(α)-: μετά-ζωα < νλατ. metazoa, μετα-βολισμός < γαλλ. metabolisme, μετα-γλώσσα, μετα-θεωρία < αγγλ. metalanguage, metatheory (θεωρία σε ανώτερο επίπεδο, για έλεγχο των επιστημονικών θεωριών) & μτφρδ.: μετα-σχηματιστής, μετα-κλασικός < γαλλ. transformateur, postclassique· λόγ. < αρχ. μεθ- < αρχ. μετ(α)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. μέθ-εξις]

μεταβαίνω [metavéno] Ρ πρτ. μετέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. μετέβη, μετέβησαν, απαρέμφ. μεταβεί : (λόγ.) 1. πηγαίνω κάπου: Ο πρωθυπουργός μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να εγκαινιάσει τη διεθνή έκθεση. || (γραμμ.): Aντικείμενο είναι η λέξη στην οποία μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου. 2. (σπάν.) εξελίσσομαι ή γίνομαι διαφορετικός.

[λόγ. < αρχ. μεταβαίνω `περνάω πέρα΄]

μεταβάλλω [metaválo] -ομαι Ρ πρτ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα, απαρέμφ. μεταβάλει, παθ. αόρ. μεταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετεβλήθη, μετεβλήθησαν, απαρέμφ. μεταβληθεί, μππ. μεταβεβλημένος* : κάνω κτ. διαφορετικό από ό,τι ήταν, το αλλάζω. ~ γνώμη / άποψη. Tο πλοίο μεταβάλλει πορεία. Tο νερό, όταν ψύχεται, μεταβάλλεται σε πάγο ενώ, όταν θερμαίνεται, σε υδρατμούς.

[λόγ. < αρχ. μεταβάλλω]

μεταβαπτίζω [metavaptízo] -ομαι Ρ2.1 : μετονομάζω.

[λόγ. < μσν. μεταβαπτίζω `βαπτίζω ξανά σε διαφορετική πίστη΄ < μετα- βαπτίζω]

μετάβαση η [metávasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταβαίνω. α. μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλον: Για ~ από το σπίτι στον τόπο εργασίας χρειάζεται μια ώρα. β. για εξέλιξη ή αλλαγή: H ~ από τη φεουδαρχία στην αστική κοινωνία.

[λόγ. < αρχ. μετάβα(σις) `πέρασμα απέναντι΄ -ση]

μεταβατικός -ή -ό [metavatikós] Ε1 : 1. που διαρκεί λίγο και οδηγεί από μια κατάσταση σε άλλη: Mεταβατική περίοδος / εποχή / φάση. H χώρα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Mεταβατική διάταξη ενός νόμου. Mεταβατική κυβέρνηση. 2. (γραμμ.) μεταβατικό ρήμα, που η ενέργεια του υποκειμένου του επηρεάζει μια άλλη λέξη, το αντικείμενο. ANT αμετάβατος: Mεταβατική χρήση ενός ρήματος.

[λόγ.: 1: ελνστ. μεταβατικός `που μπορεί να περάσει σε άλλη θέση΄ σημδ. γαλλ. transitoir· 2: ελνστ. μεταβατικός]

μεταβατικότητα η [metavatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του μεταβατικού.

[λόγ. μεταβατικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...20   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες