Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετάληψη η [metálipsi] Ο33 : (εκκλ.) το τμήμα του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας κατά το οποίο οι πιστοί κοινωνούν· Θεία Kοινωνία: H (θεία) ~. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας γίνεται η ~ των πιστών.
[ελνστ. μετάληψις, αρχ. σημ.: `συμμετοχή΄ (-σις > -ση)]



