Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεστός
1 εγγραφή
μεστός -ή -ό [mestós] Ε1 : 1. που είναι μεστωμένος: Mεστά στάχυα. 2. που είναι πλήρης, χωρίς ελλείψεις: ~ λόγος. || (λόγ., με γεν.) πλήρης, με στοιχεία που προσδίδουν επάρκεια ή άλλες θετικές ιδιότητες: Kείμενο μεστό νοημάτων.

[1: αρχ. μεστός· 2: λόγ. < αρχ. μεστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες