Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεντορας
1 εγγραφή
μέντορας ο [méndoras] Ο5 : χαρακτηρισμός για συνετό σύμβουλο και φίλο.

[λόγ. < αρχ. Μέντωρ, -ορα (σύμβουλος του Τηλέμαχου στην Οδύσσεια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες