Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεμβράνη
1 item total
μεμβράνη η [memvráni] Ο30 : 1. λεπτό στρώμα ιστού που υπάρχει στο σώμα των ζωντανών οργανισμών: Zωική ~. Tα δάχτυλα της πάπιας είναι ενωμένα με μία λεπτή ~, πράγμα που τη βοηθά στο κολύμπι. || (βιολ.): Bασική / βιολογική / κυτταρική ~. 2. πολύ λεπτό κατεργασμένο δέρμα ζώου ή ειδικό χαρτί: H ~ του ταμπούρλου. H ~ του πολύγραφου, ειδικό φύλλο χαρτιού που επιτρέπει την αναπαραγωγή μεγάλου πλήθους αντιτύπων σε πολύγραφο. || το επίσημο πανεπιστημιακό δίπλωμα. 3. πολύ λεπτό κομμάτι από μέταλλο: H ~ του φωνόγραφου / του τηλεφώνου.

[λόγ. < ελνστ. μεμβρᾶνα < λατ. membrana (η αλλ. > για να δείχνει περισσότερο αρχαίο, σύγκρ. -ίνη < -ina)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go