Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεθύσι
1 item total
μεθύσι το [meθísi] Ο44 : 1. προσωρινή διαταραχή της λειτουργίας του νευρικού συστήματος λόγω υπερβολικής χρήσης οινοπνευματωδών ποτών· μέθη: ~ με κρασί / ούζο / κονιάκ / σαμπάνια. ΦΡ γίνομαι / είμαι σκνίπα* / στουπί* / τύφλα* στο ~. 2. (μτφ.) μέθη2: Στο ~ του έρωτα / της ηδονής / του αγώνα.

[μσν. μεθύσιν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μεθύσειν του αρχ. ρ. μεθύω = μεθώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go