Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθοδικός
1 εγγραφή
μεθοδικός -ή -ό [meθoδikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεθόδου. α. που γίνεται με μέθοδο: Mεθοδική εργασία / έρευνα. β. που ενεργεί με μέθοδο: ~ άνθρωπος / ερευνητής. Mεθοδικό μυαλό. μεθοδικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται / σκέφτεται ~.

[λόγ. < ελνστ. μεθοδικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες