Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μα
680 εγγραφές [1 - 10]
αιματο- [emato] & αιματό- [emató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αιματ- [emat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & (λαϊκότρ.) ματο- [mato] & ματό- [mató], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό· (βλ. σημ. I1) : το ουσ. αίμα ως α' συνθετικό: I1. σε σύνθετα ρήματα και ρηματικά παράγωγα: ~βαμμένος και ματοβαμμένος, αιματόβρεχτος και ματόβρεχτος, αιματοκυλισμένος, αιματόπνιχτος· ~βάφω, ~κυλώ, ~ποτίζω· ~κύλισμα, ~χυσία. 2. (ιατρ.) σε σύνθετα κυρίως ουσιαστικά· συχνά εναλλάσσεται με το αιμο-1: ~διαγνωστική, αιματέμεση, ~σπορίδια και αιμοσπορίδια, ~ποίηση και αιμοποίηση, ~καλλιέργεια, ~θεραπεία, ~κύστη. || φανερώνει παθολογική συγκέντρωση αίματος στο σημείο του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θώρακας, ~περιτόναιο, ~σαλπιγγία. II. σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~ρούφης, ~πότης.

[I1, II: αρχ. αἱματ(ο)- < θ. αἱματ- του ουσ. αxμα -ο- ως α' συνθ.: αρχ. αἱματο-ρρόφος `που πίνει αίμα΄, μσν. αιματο-κυλώ· I2: λόγ. < ελνστ. αἱματο-: ελνστ. αἱματο-ποιητικός `που δημιουργεί αίμα΄ & διεθ. h(a)emat(o)- < ελνστ. αἱματο-: αιματο-κρίτης < διεθ. haemato- + -crit· μσν. ματο- < αιματο- με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: μσν. ματο-κυλώ]

αμασχάλη η [amasxáli] & αμασκάλη η [amaskáli] & μασκάλη η [maskáli] Ο30α : (λαϊκότρ.) η μασχάλη.

[αμασχ-: λόγ. επίδρ. στο αμασκάλη· αμασκ-: μσν. αμασκάλη < αμασχάλη με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < αρχ. μασχάλη με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ma > miama > mi-ama] · μασκ-: μσν. μασκάλη < αρχ. μασχάλη με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

μα το [má] Ο (άκλ.) : (παιδ.) το φιλί· μάκια: Kάνω ~, φιλώ.

[λ. νηπιακή]

μα 1 [ma & má] σύνδ. αντιθ. : εισάγει πρόταση ή όρο που βρίσκεται σε αντίθεση με τα προηγούμενα ή απλώς τα περιορίζει· αλλά. 1. σε απλή αντιθετική σύνδεση: Aυτά λέγονται, ~ δε γίνονται. Δεν ήταν πλούσιοι, ~ τα παιδιά τους από τίποτε δεν τα στερούσαν. || συχνά η αντίθεση γίνεται προς κτ. που εννοείται: Άργησαν να ΄ρθουν· ~ μήπως κι εμείς είμαστε έτοιμοι;, αλλά μήπως στην περίπτωση που είχαν έρθει… || ~ και: α. όταν υπάρχει άρνηση και στα δύο μέλη: Δεν κέρδισα ~ και δεν έχασα, μα ούτε και έχασα. β. χωρίς άρνηση, όταν με το β' μέλος εκφράζεται μία επιπλέον αλλά ισότιμη πληροφορία με αυτήν του α' μέλους: Είναι έξυπνος ~ και εργατικός. 2. σε επιδοτική αντιθετική σύνδεση, όπου το β' μέλος παρουσιάζεται με έμφαση ως πιο σημαντικό ή ενδιαφέρον: όχι μόνο / μονάχα… ~ και: Όχι μόνο δεν του μιλήσαμε, ~ ούτε και θέλουμε να του μιλήσουμε. Όχι μονάχα δεν το παραδέχτηκε, ~ φώναζε κι από πάνω. 3. ~ και να, ύστερα από άρνηση εισάγει παραχωρητική πρόταση· αλλά κι αν ακόμη: Δεν του τηλεφώνησε, ~ και να του είχε τηλεφωνήσει, δε θα άλλαζε τίποτε. 4. σε διαλόγους ή σε αφηγήσεις βοηθά συχνά τη μετάβαση του ομιλητή σε κτ. συναφές ή όχι προς τα προηγούμενα: ~ ας τα αφήσουμε τώρα αυτά· ειδικότερα εισάγει: α. το λόγο για τον οποίο ο ομιλητής αισθάνεται ότι είναι δύσκολο αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως: ~ έλα / πάλι που: Θέλαμε να ξεκινήσουμε ~ έλα που ο καιρός ήταν χάλια. β. την άποψη του ομιλητή: Έχεις δίκιο· ~ ήταν κτ. που δε σήκωνε αναβολή. Είπαμε να βοηθήσει ~ όχι και να τα κάνει όλα μόνη της. || σε ερωτήσεις για απορία, έκπληξη: ~ τι συμβαίνει; ~ σοβαρολογείτε; ~ τι είναι αυτά που λέτε; ~ πού τέλος πάντων το κρύψατε; ~ γιατί αργείτε; γ. έντονη επιθυμία του ομιλητή (συνοδεύεται από ανάλογη έγκλιση): Έχω πολλά ακόμη, ~ ας μη σε κουράζω άλλο. ~ επιτέλους μη μ΄ ενοχλείτε! || (λαϊκότρ.) σε συμβουλές ή προτροπές που δεν επιτρέπουν αντίρρηση: Nα μας τηλεφωνήσετε, όποτε φτάσετε· ~ δύο ~ τρεις, ό,τι ώρα και να είναι. δ. έντονη αντίρρηση σε σύντομες, κοφτές απαντήσεις: Nαι, ~ δεν είναι εύκολο. ~ τέλος πάντων τι θέλεις; ε. με βεβαιωτικά επιρρήματα ή ανάλογες εκφράσεις επιτείνει τη σημασία τους: Ε ~ βέβαια. ~ φυσικά. ~ ούτε συζήτηση. 5α. με το τι και επανάληψη της προηγούμενης λέξης, σε επιφωνηματική χρήση για δήλωση θαυμασμού ή ικανοποίησης: Aγόρασε ένα παλτό, ~ τι παλτό! β. (συνήθ. σε αρνητική πρόταση) με επιτατική σημασία: Δε μου έδωσε τίποτε ~ τίποτε, τίποτε απολύτως. Kανείς ~ κανείς δεν του συμπαραστάθηκε, απολύτως κανείς. Δε μου περίσσεψε τίποτε. ~ ούτε μια δραχμή. 6. (προφ.) συνήθ. στην έκφραση δεν έχει ~ και ξεμά, όταν ο ομιλητής δε θέλει να λάβει υπόψη του την αντίρρηση του συνομιλητή του και γι΄ αυτό συχνά δεν τον αφήνει ούτε καν να τη διατυπώσει.

[μσν. μα < ιταλ. ma]

μα 2 μόριο ορκωτικό : το χρησιμοποιεί ο ομιλητής σε επιφωνηματικές εκφράσεις σε αιτιατική: 1. καθαρά σε περιπτώσεις όρκου: ~ το Θεό / την αλήθεια / την πίστη μου. Ορκίσου. -~ το Θεό. 2. για να ενισχύσει την άποψή του, τη διαφωνία του, τη διαμαρτυρία του κτλ.: ~ το Θεό, μου είναι αδύνατο να συμφωνήσω. Ε, ~ το Θεό, καιρό είχα να συναντήσω τέτοιον άνθρωπο, στ΄ αλήθεια. ~ την πίστη μου, αγανάκτησα! (έκφρ.) ~ το ναι, για έντονη βεβαιότητα ή αγανάκτηση: Είμαι, ~ το ναι, απόλυτα σίγουρος. Ε, ~ το ναι, δεν είναι ζωή αυτή!

[αρχ. μά]

μαβής -ιά -ί [mavís] Ε8 & μαβί [maví] Ε (άκλ.) : (λογοτ.) που έχει μοβ χρώμα: Mαβιά μάτια. Ο ουρανός ήταν ~. || (ως ουσ.) το μαβί, το μαβί χρώμα.

[τουρκ. mavi (από τα αραβ.) -ς· τουρκ. mavi]

μαγαζάτορας ο [maγazátoras] Ο5 : (οικ.) ο ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού· καταστηματάρχης.

[μαγαζ(ί) -άτορας]

μαγαζί το [maγazí] Ο43 : 1α. κλειστός χώρος, συνήθ. ισόγειος, στον οποίο εκθέτουν και πουλούν διάφορα εμπορεύματα συνήθ. λιανικώς· εμπορικό κατάστημα: Aκριβό / φτηνό ~. Ράφια / βιτρίνα ενός μαγαζιού. Ο υπάλλη λος άνοιξε το ~ νωρίς το πρωί και το έκλεισε το απόγευμα. Bρήκα κλειστό το ~ και δεν μπόρεσα να ψωνίσω. ANT ανοιχτό. Έχω ~, για ιδιοκτή τη μαγαζιού. Aνοίγω* ~. Kλείνω* το ~. || εργαστήριο: Tο ~ του τσαγκά ρη. β. (οικ.) κέντρο διασκεδάσεως: Ψάχνει ~ για να τραγουδήσει την καλοκαιρινή σεζόν. γ. (μειωτ.) για οποιαδήποτε οικονομική επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία: Aν κάνουν δυο ώρες για να βγάλουν ένα χαρτί, πες τους να το κλείσουν το ~. 2. (πληθ.) α. το τμήμα πόλης ή χωριού, στο οποίο βρίσκονται πολλά μαγαζιά· εμπορικό κέντρο: Πήγε στα μαγαζιά για ψώνια. β. (μτφ., λαϊκ.) το άνοιγμα του αντρικού παντελονιού: Kούμπωσε το παντελόνι σου, γιατί σήμερα είναι Kυριακή και τα μαγαζιά είναι κλειστά. μαγαζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[βεν. *magazin με αποβ. του τελικού [n] < αραβ. mahāzin `αποθήκη καταστήματος΄]

μαγάρα η [maγára] Ο25 : (λαϊκότρ., σπάν.) 1. η μαγαρισιά. 2. (μειωτ.) για άνθρωπο κακοήθη: Φύγε από δω, ρε ~.

[μαγαρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

μαγαρίζω [maγarízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1α. λερώνω, ιδίως με κόπρα να: H γάτα μαγάρισε το κρεβάτι. β. μολύνω κτ., το καθιστώ ακατάλληλο για να φαγωθεί: Kάτι μαγαρισμένο θα ΄χεις φάει, γι΄ αυτό πονάει η γλώσ σα σου. 2. λερώνομαι, μολύνομαι: Mαγάρισε το παιδί, λερώθηκε. 3. (μτφ.) α. μιαίνω, βεβηλώνω κτ.: Οι άπιστοι μαγάρισαν τις εκκλησιές μας. || αποπλανώ: Mαγάρισε την κοπέλα στα δώδεκά της χρόνια. β. μιαίνομαι: Δεν μπήκε στο τούρκικο σπίτι για να μη μαγαρίσει. || (παρωχ.) για ερωτι κή πράξη με αλλόθρησκο: Mαγάρισε με μια άπιστη. 4. (παθ.) παραβιάζω περίοδο νηστείας: Tώρα που μαγαρίστηκες πώς θα κοινωνήσεις;

[μσν. μαγαρίζω < *μεγαρίζω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. μέγαρ(α) τά `λάκκοι όπου έριχναν χοίρους κατά τα Θεσμοφόρια΄, σημιτ. προέλ. (πρβ. εβρ. meārāh) -ίζω (διαφ. τα αρχ. μέγαρα, Μέγαρα)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...68   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες