Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυρίλα
1 εγγραφή
μαυρίλα η [mavríla] Ο25α : α. μαύρο ή σκούρο χρώμα: H ~ του ουρανού, για μαύρα σύννεφα. H ~ της νύχτας, για βαθύ σκοτάδι. ΦΡ πολλή ~ πλάκωσε ή μαύρη ~ πλάκωσε, για κυριαρχία του μαύρου χρώματος. β. λεκές σκούρου χρώματος: Έχεις μαυρίλες στο πουκάμισο / στο λαιμό. γ. (μτφ.) για κακή ψυχική διάθεση: Έχω μια ~ στην ψυχή.

[μαύρ(ος) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες