Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματιάζω
1 εγγραφή
ματιάζω [matxázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κοιτάζο ντας κπ. με θαυμασμό ή φθόνο, του προξενώ (σύμφωνα με ορισμένη πρόληψη) κακό, τον βλάπτω, με την επήρεια του βλέμματός μου· βασκαίνω: Φτύσε το παιδί για να μην το ματιάσεις. Kάθε φορά που έχει πονοκέφαλο, νομίζει ότι είναι ματιασμένος. Mατιάζεται εύκολα. 2. (σπάν.) επισημαίνω.

[μσν. ματιάζω < μάτ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες