Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστοράντζα
1 εγγραφή
μαστοράντζα η [mastorándza] Ο25α : (οικ.) 1. ο μάστορας. 2. ομάδα από μαστόρους ή το σύνολο των μαστόρων ορισμένης ειδικότητας.

[μάστο ρ(ας) -άντζα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες