Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μαστίζω [mastizo] -ομαι Ρ2.1 : για κτ. βλαβερό ή κακό που υπάρχει ή συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, με συνέπεια να προκαλεί μεγάλες ταλαιπωρίες: Πείνα κι επιδημίες μάστιζαν τη χώρα. Mεγάλα τμήματα του λαού μαστίζονται ακόμα από τον αναλφαβητισμό.
[λόγ. < αρχ. μαστίζω `μαστιγώνω΄ σημδ. γαλλ. flageller]



