Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασάζ
1 εγγραφή
μασάζ το [masáz] Ο (άκλ.) : συστηματική μάλαξη του ανθρώπινου σώματος ή ορισμένων τμημάτων του με στόχους θεραπευτικούς ή αισθητικούς: ~ με τα χέρια / με ειδικό μηχάνημα. Kάνω ~. Kάνω ~ σε ειδικό μασέρ. Tου έκανε ~ και ανακουφίστηκε.

[λόγ. < γαλλ. massage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες