Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μανόλια η [manóla] Ο25α & [manólia] Ο27 : καλλωπιστικό φυτό με γυαλιστερά φύλλα και μεγάλα, άσπρα και ευωδιαστά άνθη.
[*μανιόλια (με ανομ. των δύο ουρανι κών συμφ. [
-l > n-l] ) < ιταλ. magnolia < γαλλ. magnolia < νλατ. magnolia < ανθρωπων. Magnol (Γάλλος βοτανολόγος)]