Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντατοφόρος
1 εγγραφή
μαντατοφόρος ο [mandatofóros] Ο18 : (λογοτ.) ο αγγελιοφόρος.

[μσν. μαντατοφόρος < μαντάτ(ον) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες