Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντίλα
1 εγγραφή
μαντίλα η [mandíla] Ο25 : κομμάτι από ύφασμα που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες για την κάλυψη του κεφαλιού ή του λαιμού.

[μσν. μαντίλα < μαντίλ(ι) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες