Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντίλα η [mandíla] Ο25 : κομμάτι από ύφασμα που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες για την κάλυψη του κεφαλιού ή του λαιμού.
[μσν. μαντίλα < μαντίλ(ι) μεγεθ. -α]