Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακελάρης
1 εγγραφή
μακελάρης ο [makeláris] Ο11 : 1. (λαϊκότρ.) ο χασάπης: Tο αρνί σπάραζε κάτω απ΄ το γόνατο του μακελάρη. 2. (λογοτ.) αυτός που έσφαξε ή γενικά έγινε άμεση αιτία να χάσουν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι.

[μσν. μακελλάρης < μακελλάριος (αποφυγή της χασμ.) < λατ. macell(arius) `χασάπης΄ -άριος (δες -άρης) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες