Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακεδονικός
2 εγγραφές [1 - 2]
μακεδόνικος -η -ο [makeδónikos] Ε5 : (προφ.) μακεδονικός.

[Mακεδον(ία) -ικος]

μακεδονικός -ή -ό [makeδonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Mακεδονία ή τους Mακεδόνες και ιδίως που προέρχεται από αυτή: Mακεδονικά βουνά / ποτάμια. ~ λαός / πολιτισμός. || με αναφορά στην αρχαιότητα: ~ τάφος. Mακεδονική φάλαγγα / σάρισα. || με αναφορά στους νέους χρόνους: Mακεδονικά ιδιώματα. Ο ~ αγώνας, ένοπλος αγώνας που οργανώθηκε από τους Έλληνες με σκοπό την προστασία της τουρκοκρατούμενης Mακεδονίας από τις βουλγαρικές βλέψεις.

[λόγ. < αρχ. Mακεδονικός (τοπων. Mακεδονία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες