Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Mακαριότατος ο [makariótatos] Ο20α : επίσημος χαρακτηρισμός των πατριαρχών (εκτός του οικουμενικού) και των αρχιεπισκόπων, που χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση: Ο ~ αρχιεπίσκοπος Aθηνών / Kύπρου.
[λόγ. < ελνστ. μακαριώτατος υπερθ. του αρχ. επιθ. μακάριος (ορθογρ. κατά το επίθημα -ότατος)]



