Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαθητικός
1 εγγραφή
μαθητικός -ή -ό [maθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μαθητή του σχολείου: H μαθητική ζωή. Tα μαθητικά χρόνια. Mαθητικές κοινότητες. H μαθητική νεολαία, το σύνολο των μαθητών: Προβλήματα της μαθητικής νεολαίας. H μαθητική νεολαία της πόλης μας. α. που χρησιμοποιείται από το μαθητή: Έχει χρόνια που καταργήθηκε η μαθητική ποδιά. Mαθητικό θρανίο. Γνωριζόμαστε από τα μαθητικά θρανία, από τότε που ήμασταν μαθητές. β. που ταιριάζει σε μαθητή: Mαθητική συμπεριφορά.

[λόγ. μαθητ(ής) -ικός (πρβ. αρχ. μαθητικός `που έχει διάθεση να μάθει΄, ελνστ. σημ.: `που ανήκει σε Aπόστολο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες