Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαδέρι
1 εγγραφή
μαδέρι το [maδéri] Ο44 : χοντρή σανίδα ή καδρόνι: Tα μαδέρια του πατώματος / της στέγης. Aρπάχτηκε από ένα ~ της διαλυμένης βάρκας κι άρχισε να κολυμπάει.

[μσν. μαδέριν < μσνλατ. mader(ium) `δοκάρι΄ (< λατ. materia `ύλη΄) -ιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες