Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήγαρις
1 εγγραφή
μήγαρις [míγaris] μόριο ερωτ. : (λογοτ.) μήπως τάχα: «~ έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;».

[αρχ. μή γάρ `σίγουρα όχι΄, σε νεότ. ερωτ. χρ.: `μήπως δεν, μήπως΄ > μήγαρι με προσθήκη του κατά τα τι, γιατί και του κατά το μήπως και τον. κατά το άραγε(ς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες