Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάλλον
1 εγγραφή
μάλλον [málon] επίρρ. : 1. ποσοτικό· περισσότερο, πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό· εισάγει τον α' όρο σύγκρισης: Tο βραδινό φαγητό ~ βλάπτει παρά ωφελεί. Δραστηριότητες ατομικής ~ παρά ομαδικής μορφής. ~ τρόμαξε παρά πόνεσε. Tο λάθος του ήταν από βιασύνη ~ παρά από άγνοια. || (με παράλειψη του β' όρου σύγκρισης): Θα προτιμούσα ~ να τους δω αυτοπροσώπως. Θα ήθελα ~ να ξεκουραστώ. || (σε στερεότυπες εκφορές) πάντα… πόσο ~ τώρα!, πολύ περισσότερο τώρα: Πάντα τους φρόντιζε· πόσο ~ τώρα! Πάντα ήταν συνεπής, πόσο ~ τώρα! (λόγ.) επί ~ και ~, συνεχώς, ολοένα και περισσότερο. 2. με επανορθωτική σημασία: Θα συμπληρώσω την αίτηση αύριο ή ~ τώρα αμέσως, ή καλύτερα. Tηλεφώνησέ μου στις πέντε ή ~ καλύτερα στις εφτά. 3. με έννοια πιθανότητας, εκφέρει την πρόταση ή τον όρο της πρότασης που, κατά την άποψη του ομιλητή, συγκεντρώνει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να ισχύσει: ~ πρέπει να το ξανασκεφτούμε και μετά να αποφασίσουμε. Θα συναντηθούμε ~ μετά το μάθημα και όχι πριν. ~ συμφέρει να το αγοράσεις. Είναι ~ δύσκολο για μένα. Tελικά ~ έχεις δίκιο. Kάνει πολλά λάθη· ~ βιάζεται. || (απαρχ. έκφρ.) πολλώ ~, πολύ περισσότερο. κατά το ~ ή ήττον, κατά πάσα πιθανότητα, οπωσδήποτε. || (προφ.) ως απάντηση, συχνά μονολεκτική: Θα έρθεις σινεμά; -~, κατά πάσα πιθανότητα. Tον ξέρεις εκείνον τον ψηλό με τα γυαλιά; - Nαι, ~. 4. με επίθετο ή επίρρημα του οποίου μετριάζει τη σημασία: Είναι λεπτός και ~ ψηλός, θα έλεγα ψηλός. Ο καιρός ήταν ~ κρύος. Οι τιμές ήταν ~ τσουχτερές. Είναι ~ αργά.

[λόγ. < αρχ. μᾶλλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες