Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μάλαμα
2 items total [1 - 2]
μάλαμα το [málama] Ο49 : 1. (παρωχ.) ο χρυσός. 2. (μτφ. για πρόσ.) πολύ καλός, με καλό χαρακτήρα, αισθήματα κτλ.: Άνθρωπος / παιδί / κορίτσι / καρδιά ~. Είναι ένα κομμάτι ~, είναι πολύ καλός. (έκφρ.) να παιδί / κορίτσι / μαθητής, να ~!, ειρωνικά ή επιτιμητικά.

[μσν. μάλαμα < ελνστ. μάλαγμα `μαλακό υλικό΄ με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

μαλαματένιος -α -ο [malamaténos] Ε4 : (παρωχ.) κατασκευασμένος από χρυσό: Mαλαματένια σκουλαρίκια. || (μτφ.): Kαρδιά μαλαματένια.

[μσν. μαλαματένιος < μαλαγματένιος με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < μαλαγματ- (μάλαγμα δες στο μάλαμα) -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go