Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόγγος
1 εγγραφή
λόγγος ο [lóŋgos] Ο18 : πυκνό θαμνώδες δάσος: Zώα του βουνού και του λόγγου.

[μσν. λόγγος < σλαβ. log(ŭ) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες