Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λωρίδα
1 εγγραφή
λουρίδα η [luríδa] & λωρίδα η [loríδa] Ο26 : 1. στενό και μακρύ κομμάτι από ορισμένο υλικό: ~ δέρματος / υφάσματος / χαρτιού. Έσκισε το πουκάμισό του σε λουρίδες και έδεσε το τραύμα του. || (ως επίρρ.): Έκοψε το πανί λουρίδες λουρίδες. 2. αντρική (συνήθ. δερμάτινη) ζώνη· ζωστήρας. 3. (μτφ.) στενόμακρο τμήμα μιας επιφάνειας: ~ γης / εδάφους. ~ κυκλοφορίας, το καθένα από τα τμήματα ενός δρόμου, τα οποία σημαίνονται με ειδική διαγράμμιση για τις ανάγκες της κυκλοφορίας των οχημάτων: Δεξιά / αριστερή / μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας. || Mια στενή ~ φωτός έπεφτε στο πάτωμα.

[ελνστ. *λωρίς (< λῶρος δες λουρί), αιτ. -ίδα ( [o > u] από επίδρ. του [l] ή κατά το συγγ. λουρί)· λόγ. επίδρ. με βάση το ελνστ. λῶρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες