Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λούφα
4 εγγραφές [1 - 4]
λούφα η [lúfa] Ο25α : (λαϊκ.) I. η αποφυγή εκτέλεσης μιας διαταγής, μιας αγγαρείας και γενικότερα μιας υποχρεωτικής εργασίας που δεν είναι ευχάριστη: Όλη μέρα ~. ΦΡ ~ και παραλλαγή, κυρίως στη γλώσσα των στρατιωτών για κπ. που κρύβεται, που προσπαθεί να μείνει απαρατήρητος προκειμένου να αποφύγει μια αγγαρεία. στη ~, κρυφά, μουλωχτά, υπογείως. II. σιωπή, σιγή, που οφείλεται κυρίως σε φόβο.

[λουφ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

λουφαδόρος ο [lufaδóros] Ο18 : (λαϊκ.) αυτός που από τεμπελιά ή από βαρεμάρα αποφεύγει συστηματικά να εκτελέσει μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Ο υπάλληλος που προσλάβαμε είναι μεγάλος ~.

[λούφ(α) -αδόρος]

λουφάζω [lufázo] Ρ2.2α μππ. λουφαγμένος : (οικ.) μένω ακίνητος και σιωπηλός σε μια θέση, προσπαθώ να μη γίνω αντιληπτός, να μείνω απαρατήρητος συνήθ. από φόβο· κρύβομαι, ζαρώνω: Tου ΄βαλα τις φωνές και λούφαξε. Λούφαξαν τα ζώα του δάσους.

[μσν. λωφάζω ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < αρχ. λωφ(ῶ) `ξεκουράζομαι, χαλαρώνω΄ μεταπλ. -άζω]

λουφάρω [lufáro] Ρ6α : (λαϊκ.) αποφεύγω (κυρ. μένοντας κρυμμένος ή απαρατήρητος) να εκτελέσω μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Στο στρατό, αν θες να περνάς καλά, πρέπει να λουφάρεις.

[λούφ(α) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες