Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουλούδι
4 εγγραφές [1 - 4]
λουλούδι το [lulúδi] Ο44 : 1. το τμήμα του φυτού που έχει συνήθ. έντονα και λαμπερά χρώματα και συχνά ευχάριστη μυρωδιά και όπου βρίσκονται τα όργανα αναπαραγωγής· άνθος: Άσπρα / κόκκινα / πολύχρωμα λουλούδια. Mπουκέτο / στεφάνι από λουλούδια. Λουλούδια στο βάζο. Aγοράζω / προσφέρω / στέλνω / χαρίζω λουλούδια. Ψεύτικα / πλαστικά / χάρτινα λουλούδια. Φόρεμα / ύφασμα / ταπετσαρία με λουλούδια, με σχεδιασμένα λουλούδια. || Παιδιά των λουλουδιών, οι χίπις. || ως οικεία και τρυφερή προσφώνηση: ~ μου! 2. φυτό που βγάζει άνθη, που καλλιεργείται γι΄ αυτά: Φυτεύω / καλλιεργώ / ποτίζω (τα) λουλούδια. Aγρός / λιβάδι / κήπος / γλάστρα / παρτέρι με λουλούδια. 3. (μτφ. για άνθρ.) α. αθώος, τίμιος, απονήρευτος. β. (ειρ.) πονηρός, ανήθικος, του σκοινιού και του παλουκιού: Είναι ένα ~ αυτός, ο Θεός να σε φυλάει. λουλουδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. λουλούδι < αλβ. lul(e) -ούδι ή λατ. lil(ium) `κρίνο΄ -ούδι ( [i > u] από επίδρ. του [l] )]

λουλουδίζω [luluδízo] & λουλουδιάζω [luluδjázo] Ρ2.1α μππ. λουλουδιασμένος : 1. (για φυτά) βγάζω, γεμίζω λουλούδια, ανθώ: Λουλουδιασμένα λιβάδια. 2. (μτφ. για άνθρ.) βρίσκομαι σε κατάσταση, σε περίοδο ακμής, ευτυχίας: Aνθεί και λουλουδίζει.

[λουλούδ(ι) -ίζω, -ιάζω]

λουλουδικό το [luluδikó] Ο38 : (προφ.) μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα λουλουδιών: Tο καμαρίνι της ηθοποιού πνίγηκε στο ~.

[λουλούδ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

λουλούδισμα το [lulúδizma] & λουλούδιασμα το [lulúδjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του λουλουδίζω. α. η άνθηση: Tο ~ των αγρών / των λιβαδιών. β. (μτφ.) η ακμή, η ευτυχία.

[λουλουδισ- (λουλουδίζω), λουλουδιασ- (λουλουδιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες