Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουκούμι
1 εγγραφή
λουκούμι το [lukúmi] Ο44 : 1. μικρό γλύκισμα, συνήθ. σε σχήμα κύβου, που παρασκευάζεται από ζάχαρη και άμυλο: Φάγαμε ένα ολόκληρο κουτί λουκούμια. 2. (μτφ.) για φαγητό ή φαγώσιμο πολύ νόστιμο, τρυφερό και καλομαγειρεμένο: Tο φαγητό / το κρέας είναι / έγινε ~. ΦΡ μου ήρθε ~, με βόλεψε, μου ταίριασε πολύ: Aυτά τα λεφτά που πήρα χωρίς να τα περιμένω, μου ήρθαν ~. λουκουμάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. lokum (αραβ. hulqum) ( [o > u] από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες