Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λινό
7 εγγραφές [1 - 7]
λινο- [lino] & λινό- [linó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λιν- [lin], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στο φυτό λινάρι: λινέλαιο· λινόσπορος, λιναρόσπορος. 2. στο λινό ύφασμα: ~στολή. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~βάμβακος, ~μέταξος για ύφασμα που στη σύνθεσή του έχει λινό και βαμβάκι, λινό και μετάξι κτλ.

[λόγ. < αρχ. λιν(ο)- θ. του ουσ. λίνο(ν) (δες στο λινάρι) ως α' συνθ.: αρχ. λινο-ρραφής `ραμμένος με λινάρι΄, ελνστ. λινό-πλεκτος, μσν. λινο-βάμβακος]

λινοβάμβακος -η -ο [linovámvakos] Ε5 : (για ύφασμα) που έχει υφανθεί από ίνες λιναριού και βαμβακιού.

[λόγ. < μσν. λινοβάμβακος < λινο- + βαμβάκ(ι) -ος]

λινομέταξος -η -ο [linométaksos] Ε5 : (για ύφασμα) που έχει υφανθεί από ίνες λιναριού και μεταξιού.

[λινο- + μετάξ(ι) -ος]

λινός -ή -ό [linós] Ε1 : 1. (για υφάσματα και ενδύματα) που είναι κατασκευασμένος από νήματα λιναριού: Λινό πουκάμισο / σεντόνι / κοστούμι. 2. (ως ουσ.) α. το λινό, το ύφασμα και το ένδυμα από λινάρι: Δύο τόπια λινό. Tο καλοκαίρι φοριούνται τα λινά. β. τα λινά, ενισχυτικό πλέγμα στα λάστιχα των αυτοκινήτων.

[μσν. λινός < αρχ. λιν(οῦς) μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.]

λινοτύπης ο [linotípis] Ο10 : τυπογράφος που δουλεύει σε λινοτυπική μηχανή.

[λόγ. λινοτυπ(ία) -ης (αναδρ. σχημ.)]

λινοτυπία η [linotipía] Ο25 : σύστημα μηχανικής στοιχειοθέτησης που στηρίζεται στην κατασκευή συμπαγών μεταλλικών γραμμών (στίχων) και που χρησιμοποιείται στα πιεστήρια των εφημερίδων: H ~ αντικαθίσταται βαθμιαία από τη φωτοστοιχειοθεσία.

[λόγ. < αγγλ. linotype < Linotype σήμα κατατ. < lin(e) `γραμμή, αράδα΄ -ο- + type = τύπος ή μέσω του γαλλ. lino typie]

λινοτυπικός -ή -ό [linotipikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη λινοτυπία ή στο λινοτύπη: Λινοτυπικές μηχανές.

[λόγ. λινοτυπ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες