Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμὀς
1 εγγραφή
λιμός ο [limós] Ο17 : (λόγ.) μεγάλη πείνα που οφείλεται σε παρατεταμένη έλλειψη τροφής: H μεγάλη ξηρασία προκάλεσε πολλούς θανάτους από λιμό. ΦΡ σεισμοί*, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί.

[λόγ. < αρχ. λιμός (σύγκρ. διαλεκτ. λιμός < αρχ. λιμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες