Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθοβολισμός
1 εγγραφή
λιθοβολισμός ο [liθovolizmós] Ο17 : θανάτωση με πετροβόλημα. || παλαιότερο είδος εκτέλεσης θανατικής ποινής: Kαταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό.

[λόγ. < ελνστ. λιθοβολισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες