Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεωφόρος
1 εγγραφή
λεωφόρος η [leofóros] Ο35 : δρόμος φαρδύς και μεγάλου μήκους που βρίσκεται μέσα στην πόλη ή που συνδέει την πόλη με τα περίχωρα: ~ Πανεπιστημίου / Συγγρού. H νέα παραλιακή ~.

[λόγ. < αρχ. λεωφόρος `δημοσιά, δημόσιος δρόμος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες