Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεχώνα η [lexóna] Ο26 : 1. γυναίκα που γέννησε πρόσφατα (κυρίως για το διάστημα των σαράντα ημερών από τη γέννα). ΠAΡ Πήγε για μαμή* κι έκατσε για ~. 2. (μτφ.) για άνθρωπο τεμπέλη και φυγόπονο: Mην κάνεις σαν ~.
[μσν. λεχώνα < ελνστ. *λεχών, αιτ. -όνα < αρχ. λεχώ (κατά τα άλλα θηλ. σε -ών, αιτ. -όνα) σύγκρ. αρχ. Γοργώ > Γοργών (δες γοργόνα) (ορθογρ. αναλ. προς άλλα θηλ. σε -ώνα)]