Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λευκαίνω [lefkéno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. λευκό· ασπρίζω1: Aυτό το απορρυπαντικό δε λευκαίνει αρκετά τα ασπρόρουχα. || γίνομαι λευκός, ασπρίζω2: Tα μαλλιά μου άρχισαν σιγά σιγά να λευκαίνουν.
[λόγ. < αρχ. λευκαίνω]



