Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευίτης
1 εγγραφή
λευίτης ο [levítis] Ο10 : 1. ιερέας των Iουδαίων, κληρικός. 2. για κληρικούς ηλικιωμένους και αξιοσέβαστους: Σεβάσμιος / αγαθός ~.

[λόγ. < ελνστ. Λευΐτης < Λευ(ΐ) < εβρ. Lēw(ī) (τρίτος γιος του Iακώβ) -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες