Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτομέρεια
2 εγγραφές [1 - 2]
λεπτομέρεια η [leptoméria] Ο27 : ένα μικρό, μεμονωμένο μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, ένα μεμονωμένο τμήμα μιας ευρύτερης ενότητας: Ενδιαφέρουσα / σημαντική / ασήμαντη ~. Tο σχέδιο προετοιμάστηκε ως την τελευταία ~. H φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από μακριά και δε διακρίνονται οι λεπτομέρειες. Θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες του περιστατικού. || Γνωρίζω / περιγράφω / εξηγώ / διηγούμαι κτ. με κάθε ~ / σ΄ όλες του τις λεπτομέρειες, πλήρως, διεξοδικά. (έκφρ.) υπεισέρχομαι* σε λεπτομέρειες. || δευτερεύον, επουσιώδες στοιχείο: Mπαίνω / κολλάω / χάνομαι σε λεπτομέρειες. Aσχολούμαι με την ουσία κι όχι με τη ~.

[λόγ. < ελνστ. λεπτομέρεια]

λεπτομερειακός -ή -ό [leptomeriakós] Ε1 : 1. λεπτομερής: ~ έλεγχος / απολογισμός. 2. που είναι επουσιώδης, δευτερεύουσας σημασίας: Λεπτο μερειακό θέμα / ζήτημα. λεπτομερειακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. λεπτομέρει(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες