Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπροκομείο
1 εγγραφή
λεπροκομείο το [leprokomío] Ο39 : νοσοκομείο που προορίζεται για λεπρούς.

[λόγ. λέπρ(α) -ο- + -κομείον κατά το νοσοκομείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες