Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λείψανο
2 εγγραφές [1 - 2]
λείψανο το [lípsano] Ο42 : 1. (συνήθ. πληθ.) ό,τι έχει απομείνει από κτ. συνήθ. μεγάλο και επιβλητικό, που κάποτε υπήρχε ως όλο· απομεινάρι, υπόλειμμα: Λείψανα αρχαιολογικά / μνημείων / κτισμάτων / πολιτισμών. Tα λείψανα της στρατιάς του Nαπολέοντα. Δύτες ανακάλυψαν τα λείψανα αρχαίου ναυαγίου. Λείψανα πανάρχαιων συνηθειών επιβιώνουν ακόμα και σήμερα. 2α. (συνήθ. πληθ.) το σώμα ή τα οστά αγίων: Λείψανα αγίων. Άγια λείψανα. Aνακομιδή / μετακομιδή των λειψάνων. β. (ως ένδειξη σεβασμού, ευλάβειας) το σώμα του νεκρού: Σηκώνουν το ~, το μεταφέρουν από το σπίτι ή από την εκκλησία στο νεκροταφείο. 3. (μτφ.) α. για υπερβολικά αδύνατο και χλωμό άτομο: H αρρώστια τον έκανε (σαν) ~. Πώς έγινες έτσι, σαν μπαγιάτικο ~ είσαι! β. για πολύ ηλικιωμένο άτομο.

[αρχ. λείψανον]

λειψανοθήκη η [lipsanoθíki] Ο30 : ειδική θήκη όπου φυλάγονται τα λείψανα ανθρώπων και ιδιαίτερα αγίων.

[λόγ. λείψαν(ον) -ο- + -θήκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες