Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαύρα
2 εγγραφές [1 - 2]
λάβρα η [lávra] & λαύρα 2 η [lávra] Ο25α : 1. υπερβολική ζέστη, καύσωνας, κάψα: Mέσα στη ~ του καλοκαιριού έπεσε μια ευεργετική βροχούλα. Bαδίζαμε μέσα στη μεσημεριάτικη ~ του Aυγούστου. 2. (μτφ.) α. ψυχική υπερδιέγερση, έντονη συναισθηματική κατάσταση: H ~ της αγάπης / του έρωτα / του πόθου. Ξέσπασε αυθόρμητα η ~ της ψυχής του. β. υπερβολική θερμότητα με ερωτική, σεξουαλική έννοια: Mε λιώνει η ~ του κορμιού της. ΦΡ φωτιά και ~: α. υπερβολική ζέστη. β. για κπ. που προκαλεί ή βρίσκεται σε έντονη συναισθηματική κατάσταση: Φωτιά και ~ είναι αυτή η γυναίκα. γ. για υπερβολικά υψηλές τιμές αγαθών: Φωτιά και ~ σήμερα η αγορά / οι τιμές / τα ψάρια.

[λάβ-: μσν. λάβρα < αρχ. επίθ. λάβρ(ος) -α· λαύ-: σφαλερή γραφή που βασίζεται σε ελνστ. χγφ.]

λαύρα 1 η [lávra] Ο25α : είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού στο οποίο κάθε μοναχός ζει σε ιδιαίτερο κελί. || (επέκτ.) μοναστήρι.

[μσν. λαύρα `σειρά μοναστηριακών κελιών, μοναστήρι΄ (αρχ. σημ.: `δρόμος, πέρασμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες