Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαχαινω
1 εγγραφή
λαχαίνω [laéno] Ρ αόρ. έλαχα, απαρέμφ. λάχει (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (οικ.) για κτ. που συμβαίνει κατά σύμπτωση, κατά τύχη, που είναι αποτέλεσμα τυχαίας επιλογής· τυχαίνω: Σ΄ εμένα έλαχε ο κλήρος να μιλήσω. Είναι να μη σου λάχει το κακό, να μη σου τύχει. Δεν τρώω ό,τι λάχει. ΠAΡ έκφρ. εμείς οι Bλάχοι*, όπως λάχει. || ~ κπ. στο δρόμο, τον συναντώ τυχαία.

[αρχ. λαγχάνω μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. λαχ- (πρβ. αόρ. ἔλαχον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες