Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαξευτός
1 item total
λαξευτός -ή -ό [lakseftós] Ε1 : που έχει υποστεί κάποια κατεργασία, που έχει πάρει κάποιο σχήμα με πελέκημα, σκάλισμα: Λαξευτές πέτρες. || Λαξευτοί τάφοι, σκαμμένοι σε βράχο.

[λόγ. < ελνστ. λαξευτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go