Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαγαρό
1 εγγραφή
λαγαρός -ή -ό [laγarós] Ε1 : 1. (λογοτ., για υγρό) διαυγής, διαφανής, καθαρός: Tο ποτάμι με τις πράσινες όχθες και τα λαγαρά νερά. 2. (μτφ.) διαυγής, καθαρός: Tο ύφος του συγγραφέα είναι λαγαρό, αβίαστο, καθαρό, ρέον. Λαγαρές ιδέες, ξεκάθαρες, διαυγείς. λαγαρά ΕΠIΡΡ.

[αρχ. λαγαρός `χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες