Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαβίδα η [lavíδa] Ο26 : 1. γενική ονομασία εργαλείων με δύο σκέλη, που χρησιμοποιούνται με το χέρι για διάφορες εργασίες (πιάσιμο, συγκράτηση, εξαγωγή, σφίξιμο, κοπή κτλ.): H τσιμπίδα, η τανάλια, η μασιά είναι λαβίδες. Xειρουργικές λαβίδες, που χρησιμοποιούνται στις εγχειρήσεις. || (εκκλ.) το κουταλάκι της θείας μετάληψης. 2. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με το εργαλείο αυτό: Tα χέρια του, σωστές λαβίδες, μ΄ έσφιξαν δυνατά. Περικύκλωσαν τον εχθρό εφαρμόζοντας την τακτική της λαβίδας.
[λόγ. < αρχ. λαβίς, αιτ. -ίδα]