Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίφτιγκ
1 εγγραφή
λίφτιγκ το [líftiŋg] Ο (άκλ.) : πλαστική επέμβαση με την οποία τεντώνεται το δέρμα του προσώπου, έτσι ώστε να απαλειφθούν οι ρυτίδες, η χαλάρωση και άλλες φθορές που οφείλονται στο χρόνο, στην ηλικία. || (επέκτ.) ενέργεια με την οποία βελτιώνεται κτ. μόνο επιφανειακά και όχι σε βάθος και στην ουσία: H κυβέρνηση έκανε ~ αλλάζοντας δυο τρεις υπουργούς χωρίς μεταβολή της πολιτικής της.

[λόγ. < αγγλ. face-lifting]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες