Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λίφτιγκ το [líftiŋg] Ο (άκλ.) : πλαστική επέμβαση με την οποία τεντώνεται το δέρμα του προσώπου, έτσι ώστε να απαλειφθούν οι ρυτίδες, η χαλάρωση και άλλες φθορές που οφείλονται στο χρόνο, στην ηλικία. || (επέκτ.) ενέργεια με την οποία βελτιώνεται κτ. μόνο επιφανειακά και όχι σε βάθος και στην ουσία: H κυβέρνηση έκανε ~ αλλάζοντας δυο τρεις υπουργούς χωρίς μεταβολή της πολιτικής της.
[λόγ. < αγγλ. face-lifting]